μιαουρίζω

μιαουρίζω
μιαούρισα, νιαουρίζω, κλαψουρίζω σαν γάτα: Η γάτα μιαούριζε όλη τη νύχτα γιατί είχαμε ξεχάσει να την ταΐσουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιαουρίζω — και μιαουλίζω (Μ μιαουρίζω και μιαουλίζω και μιαγουρίζω) νιαουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. μιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μιαγουρίζω — (Μ) βλ. μιαουρίζω …   Dictionary of Greek

  • μιαούρισμα — και μιαούλισμα [μιαουρίζω] το νιαούρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”